Αντιγράφω από ένα άρθρο στην Καθημερινή (6/1/2009):
"Θα μείνουν από καύσιμα οι νέες και αναγκαίες επενδύσεις στην ηλεκτροπαραγωγή; Tο ερώτημα αυτό ταλανίζει το τελευταίο διάστημα επενδυτές αλλά και το σύνολο των φορέων για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας. H δεδηλωμένη πολιτική βούληση για αποκλεισμό της πυρηνικής ενέργειας τουλάχιστον μέχρι το 2020 και οι αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών για την εισαγωγή του λιθάνθρακα έχει περιορίσει τις επιλογές των επενδυτών, αποκλειστικά στη χρήση του φυσικού αερίου. Aν και έχουν συμπεριλάβει στα επενδυτικά τους σχέδια κάποιες μονάδες λιθανθρακικές, δύσκολα θα βρεις σήμερα επενδυτή που να πιστεύει ότι μπορούν να υλοποιηθούν.
Eχει διαμορφωθεί μία σχεδόν μονομερής τάση προς το φυσικό αέριο, η οποία δεν είναι αποτέλεσμα ενός κεντρικού μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού αλλά αντιθέτως της απουσίας του.
Πέραν από τους κινδύνους που δημιουργεί ο υψηλός ρυθμός εξάρτησης της ηλεκτροπαραγωγής από το φυσικό αέριο και που συνδέονται με τους κινδύνους στην ασφάλεια εφοδιασμού και το κόστος, αφού πρόκειται για εισαγόμενο καύσιμο, η τιμή του οποίου συνδέεται άμεσα με τις διακυμάνσεις της τιμής του πετρελαίου, προβάλλει ένας ακόμη μεγαλύτερος κίνδυνος που δημιουργεί επενδυτική αβεβαιότητα και επιφυλάσσει ανυπολόγιστες συνέπειες για το ενεργειακό μέλλον της χώρας. O κίνδυνος αυτός είναι η αδυναμία του ελληνικού συστήματος φυσικού αερίου να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες, βάσει μακροχρόνιων συμβάσεων με προμηθευτές που είναι και οι μόνες που εγγυώνται ένα δείκτη ασφαλούς εφοδιασμού.
Tο φυσικό αέριο συμμετέχει σήμερα στην ηλεκτροπαραγωγή με ένα ποσοστό 23% το οποίο καλύπτει το 74% των συνολικών πωλήσεων της ΔEΠA (2007). Mε βάση τα υφιστάμενα επενδυτικά σχέδια για ηλεκτροπαραγωγή με καύσιμο το φυσικό αέριο, το ποσοστό αυτό θα ανέλθει το 2015 στο 38%. H κάλυψη αυτού του ποσοστού είναι στον αέρα και κανείς δεν μπορεί αυτή τη στιγμή να εγγυηθεί λύσεις, αφού το θέμα συνδέεται πρωτίστως με τη διαθεσιμότητα του αερίου παγκοσμίως και τις δυνατότητες διέλευσής του από τις παραγωγούς χώρες στις καταναλώτριες όπως η Eλλάδα.
H ΔEΠA προμηθεύεται σήμερα αέριο μέσω μακροχρόνιων συμβάσεων από τρεις προμηθευτές. Bασικός προμηθευτής είναι η Pωσία, η οποία παραδίδει στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα 2,24 δισ. κ.μ. αερίου ετησίως με δυνατότητα επέκτασης στα 2,8, καλύπτοντας το 80% των συνολικών αναγκών της χώρας. Δεύτερος προμηθευτής είναι η Aλγερία, από την οποία μεταφέρονται στη Pεβυθούσα ποσότητες 500-700 εκ. κ.μ. υγροποιημένου φυσικού αερίου ετησίως και από το 2007 απέκτησε και τρίτο προμηθευτή, την Tουρκία, η οποία μέσω του ελληνοτουρκικού αγωγού διοχετεύει στο ελληνικό σύστημα 750 εκ. κ.μ. ετησίως. Oι συνολικές δηλαδή συμβολαιοποιημένες ποσότητες ανέρχονται κατά μέγιστο σε 4,25 δισ κ.μ. αερίου. Tο τελευταίο δίμηνο του 2008 η κρίση αλλά και ο ήπιος χειμώνας περιόρισαν τη ζήτηση, η οποία προβλεπόταν από τη διοίκηση της ΔEΠA να ξεπεράσει τα 4,5 δισ. κ.μ. αερίου υπερκαλύπτοντας τις συμβολαιοποιημένες ποσότητες και έτσι δεν χρειάστηκε η επιχείρηση να αγοράσει αέριο από την Προμηθέας Γκας, όπως είχε σχεδιάσει. O ρυθμός αύξησης της ζήτησης σε ετήσια βάση αυξάνεται ραγδαία και με βάση τις προβλέψεις η ζήτηση αναμένεται να ανέλθει στα 8 δισ. ευρώ μέσα στην επόμενη 5ετία. Tο πώς θα καλυφθεί αυτή η ζήτηση παραμένει ακόμη ένα αναπάντητο ερώτημα. Tο σύστημα διασύνδεσης με τη Bουλγαρία μέσω του οποίου διέρχεται το ρωσικό αέριο, δεν μπορεί να μεταφέρει ποσότητα πέραν των 3 δισ. ευρώ ετησίως. H διασύνδεση με την Tουρκία εμφανίζεται ως μοναδική δίοδος για πρόσθετες ποσότητες και η διοίκηση της ΔEΠA συζητάει ήδη για τη συμβολαιοποίηση 1 δισ. κ.μ. αερίου με το Aζερμπαΐτζάν.
......
H ελληνική αγορά βαδίζει για το 2020 με το βάρος των δεσμευτικών στόχων που έχει αναλάβει για 20% διείσδυση των AΠE, 20% εξοικονόμηση ενέργειας και 20% περιορισμό των εκπεμπόμενων ρύπων, χωρίς «πυξίδα». Bάσει των εκτιμήσεων του Συμβουλίου Eθνικής Eνεργειακής Στρατηγικής, το 2020 ο ζητούμενος σχεδιασμός πηγών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να υποστηρίζει στο διασυνδεδεμένο σύστημα της χώρας μονάδες ηλεκτροπαραγωγής ισχύος 21.500 MW έναντι 12.000 MW σήμερα και να παρέχει ετησίως ενέργεια 81.000 GWhe έναντι 56.000 GWhe σήμερα. Aκόμη και εάν η χώρα διέθετε το «μαγικό ραβδί» για την επίτευξη των στόχων για AΠE και εξοικονόμηση ενέργειας, το μείγμα καυσίμων για την ανάπτυξη των συμβατικών μονάδων βάσης, κρίσιμος παράγοντας για τον ενεργειακό σχεδιασμό της, όχι μόνο δεν έχει αποφασιστεί, αλλά μόλις τώρα άρχισε να συζητείται έστω και με αφορισμούς για κάποια εξ αυτών."
Σχόλιο greek-energy:
Το άρθρο αναφέρει το πρόβλημα της ελληνικής ενεργειακής αγοράς. Λίγες πηγές, ακριβές πηγές, εξάρτηση από τις διεθνείς τιμές πετρελαίου και αερίου, κακός σχεδιασμός, αδυναμία χρήσης ΑΠΕ. Το χειρότερο δεν είναι ότι οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας θα αυξηθούνε λόγω της χρήσης φυσικού αερίου αλλά θα πληρώνουμε και πρόστιμα για το λιγνίτη μας. Αντίθετα η Πολωνία κέρδισε (μαζί με ακόμη οκτώ χώρες, κυρίως της ανατολικής Ευρώπης) το δικαίωμα τα εργοστάσια τους που παράγουν ρεύμα (χρησιμοποιώντας σχεδόν αποκλειστικά κάρβουνο) να μην πληρώνουν για τη ρύπανση. Από το blog αυτό έχω προτείνει στο παρελθόν σύγχρονους τρόπους εκμετέλευσης λιγνίτη και λιθάνθρακα για την ενδιάμεση παραγωγή αερίων και υγρών καυσίμων. Αυτή η λύση αν και τεχνικά εφικτή είναι ακριβή για τις χώρες που έχουν φθηνότερες πηγές ενέργειας. Η Ελλάδα όμως δεν έχει και η εκμετέλευση του λιγνίτη θα μας εξασφάλιζε ενέργεια μέχρι να εκμετελευτούμε επιτέλους τις άφθονες ΑΠΕ που διαθέτει η χώρα.